- ιστοχημεία
- ηκλάδος τής βιοχημείας που ερευνά τη χημική σύσταση τών κυττάρων και τών ιστών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. histochimie, < histo- (πρβλ. ιστός) + chimie (πρβλ. χημεία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς … Dictionary of Greek
ιστοχημικός — ή, ό ο σχετικός με την ιστοχημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. histochimique < histo chim (πρβλ. ἱστο χημεία) + ique (πρβλ. ικός)] … Dictionary of Greek
ιστοφυσική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τα φυσικά φαινόμενα που συμβάλλουν στη σύσταση των ιστών και στις εκδηλώσεις των ζωικών δραστηριοτήτων τους. Ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μορφολειτουργικές σχέσεις των ιστών ονομάζεται ιστοφυσιολογία και… … Dictionary of Greek